déclinant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- déclinant < décliner
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | déclinant | déclinants |
θηλυκό | déclinante | déclinantes |
déclinant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | déclinant | déclinants |
θηλυκό | déclinante | déclinantes |
déclinant (fr)