Ετυμολογία

επεξεργασία
déclinaison < décliner

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
déclinaison déclinaisons

déclinaison (fr) θηλυκό

  1. (γραμματική) η κλίση
  2. η απόκλιση

Συγγενικά

επεξεργασία