Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

déclinatoire < décliner

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /de.kli.na.twaʁ/

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό déclinatoire déclinatoires
θηλυκό déclinatoiree déclinatoirees

déclinatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

déclinatoire (fr) αρσενικό

  1. η ίδια η προσπάθεια αυτής της ανακήρυξης
  2. πυξίδα που χρησιμοποιεί ένας τεχνικός ώστε να προσανατολίσει ένα σχέδιο

Συγγενικά επεξεργασία