Ετυμολογία

επεξεργασία
déclinatoire < décliner
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό déclinatoire déclinatoires
θηλυκό déclinatoiree déclinatoirees

déclinatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

επεξεργασία

déclinatoire (fr) αρσενικό

  1. η ίδια η προσπάθεια αυτής της ανακήρυξης
  2. πυξίδα που χρησιμοποιεί ένας τεχνικός ώστε να προσανατολίσει ένα σχέδιο

Συγγενικά

επεξεργασία