αναρμόδιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναρμόδιος < αρχαία ελληνική ἀναρμόδιος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.naɾˈmo.ði.os/
Επίθετο επεξεργασία
αναρμόδιος
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναρμόδιος
αναρμόδιος