αναρμόδια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναρμόδια < αναρμοδίως
Επίρρημα
επεξεργασίααναρμόδια
- ανεύθυνα, αυθαίρετα, με τρόπο παράτυπο, χωρίς να υπάρχει αρμοδιότητα, άνευ αρμοδιότητας
- Ο συνάδελφος δέχθηκε άνανδρη επίθεση, όταν προσπάθησε να αποτυπώσει με την κάμερα του κινητού του τηλεφώνου τη σύλληψη ενός Σομαλού μετανάστη αυθαίρετα και αναρμόδια, από έξι άνδρες της Δημοτικής Αστυνομίας, οι οποίοι προσπαθούσαν να του βάλουν χειροπέδες (ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ 8/6/12 για προπηλακισμό δημοσιογράφου)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναρμόδια
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααναρμόδια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναρμόδιο