Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απλωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απλωμέν
ος
η
απλωμέν
η
το
απλωμέν
ο
γενική
του
απλωμέν
ου
της
απλωμέν
ης
του
απλωμέν
ου
αιτιατική
τον
απλωμέν
ο
την
απλωμέν
η
το
απλωμέν
ο
κλητική
απλωμέν
ε
απλωμέν
η
απλωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απλωμέν
οι
οι
απλωμέν
ες
τα
απλωμέν
α
γενική
των
απλωμέν
ων
των
απλωμέν
ων
των
απλωμέν
ων
αιτιατική
τους
απλωμέν
ους
τις
απλωμέν
ες
τα
απλωμέν
α
κλητική
απλωμέν
οι
απλωμέν
ες
απλωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απλωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
απλώνω
Μετοχή
επεξεργασία
απλωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
απλώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απλωμένος