Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γονατιστός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γονατιστ
ός
η
γονατιστ
ή
το
γονατιστ
ό
γενική
του
γονατιστ
ού
της
γονατιστ
ής
του
γονατιστ
ού
αιτιατική
τον
γονατιστ
ό
τη
γονατιστ
ή
το
γονατιστ
ό
κλητική
γονατιστ
έ
γονατιστ
ή
γονατιστ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γονατιστ
οί
οι
γονατιστ
ές
τα
γονατιστ
ά
γενική
των
γονατιστ
ών
των
γονατιστ
ών
των
γονατιστ
ών
αιτιατική
τους
γονατιστ
ούς
τις
γονατιστ
ές
τα
γονατιστ
ά
κλητική
γονατιστ
οί
γονατιστ
ές
γονατιστ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γονατιστός
<
γονατίζω
Επίθετο
επεξεργασία
γονατιστός
πεσμένος
στα
γόνατα
Συνώνυμα
επεξεργασία
γονυπετής
Συγγενικά
επεξεργασία
γόνα
γονατίζω
γονάτισμα
γονατιστά
γονατιστός
γόνατο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γονατιστός
αγγλικά
:
on one's knees
(en)
γαλλικά
:
agenouillé
(fr)