γονατίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γονατίζω < (ελληνιστική κοινή) γονατίζω παράλληλος τύπος με το επίσης ελληνιστικό γονυπετέω-γονυπετῶ που ενείχε την ικεσία ενώ το γονατίζω αφορούσε κυριως στην απλή κίνηση
Ρήμα
επεξεργασίαγονατίζω (δεν έχει παθητικό τύπο, αλλά σχηματίζει περιφραστικά την παθητική έννοιαQ είμαι γονατισμένος, με γονατίζουν)
- χαμηλώνω και στηρίζω το σώμα μου στα γόνατά μου ή στο ένα γόνατο
- Για να σφουγγαρίσεις σωστά πρέπει να γονατίσεις και να τρίψεις το πάτωμα
- δεν αντέχω άλλο (την κούραση, την ταλαιπωρία), με τσάκισε η έγνοια ή ο κόπος
- με γονάτισαν τα βάσανα
- υποκλίνομαι από σεβασμό
- γονάτισε μπροστά στον Επιτάφιο και μετά πέρασε γονατιστά από κάτω
- υποκλίνομαι επειδή υποτάσσομαι (με ή και χωρίς το μπροστά σε κάποιον)
- παρέδωσαν τα όπλα και γονάτισαν
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γονατίζω | γονάτιζα | θα γονατίζω | να γονατίζω | γονατίζοντας | |
β' ενικ. | γονατίζεις | γονάτιζες | θα γονατίζεις | να γονατίζεις | γονάτιζε | |
γ' ενικ. | γονατίζει | γονάτιζε | θα γονατίζει | να γονατίζει | ||
α' πληθ. | γονατίζουμε | γονατίζαμε | θα γονατίζουμε | να γονατίζουμε | ||
β' πληθ. | γονατίζετε | γονατίζατε | θα γονατίζετε | να γονατίζετε | γονατίζετε | |
γ' πληθ. | γονατίζουν(ε) | γονάτιζαν γονατίζαν(ε) |
θα γονατίζουν(ε) | να γονατίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γονάτισα | θα γονατίσω | να γονατίσω | γονατίσει | ||
β' ενικ. | γονάτισες | θα γονατίσεις | να γονατίσεις | γονάτισε | ||
γ' ενικ. | γονάτισε | θα γονατίσει | να γονατίσει | |||
α' πληθ. | γονατίσαμε | θα γονατίσουμε | να γονατίσουμε | |||
β' πληθ. | γονατίσατε | θα γονατίσετε | να γονατίσετε | γονατίστε | ||
γ' πληθ. | γονάτισαν γονατίσαν(ε) |
θα γονατίσουν(ε) | να γονατίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γονατίσει | είχα γονατίσει | θα έχω γονατίσει | να έχω γονατίσει | ||
β' ενικ. | έχεις γονατίσει | είχες γονατίσει | θα έχεις γονατίσει | να έχεις γονατίσει | ||
γ' ενικ. | έχει γονατίσει | είχε γονατίσει | θα έχει γονατίσει | να έχει γονατίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γονατίσει | είχαμε γονατίσει | θα έχουμε γονατίσει | να έχουμε γονατίσει | ||
β' πληθ. | έχετε γονατίσει | είχατε γονατίσει | θα έχετε γονατίσει | να έχετε γονατίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γονατίσει | είχαν γονατίσει | θα έχουν γονατίσει | να έχουν γονατίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία γονατίζω