γόνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γόνα | τα | γόνατα |
γενική | του | γόνατος | των | γονάτων |
αιτιατική | το | γόνα | τα | γόνατα |
κλητική | γόνα | γόνατα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γόνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γόνα ουδέτερο
- το γόνατο