• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

γονάτισμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γονάτισμα τα γονατίσματα
      γενική του γονατίσματος των γονατισμάτων
    αιτιατική το γονάτισμα τα γονατίσματα
     κλητική γονάτισμα γονατίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
γονάτισμα < γονατίζω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γονάτισμα ουδέτερο

  1. το λύγισμα των γονάτων και η στήριξη σε αυτά
    ≈ συνώνυμα: γονυκλισία
  2. (μεταφορικά) η σωματική κόπωση, η εξάντληση, η φυσική κατάπτωση του σώματος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • γόνα
  • γονατίζω
  • γονατιστήρι
  • γονατιστά
  • γονατιστός
  • γόνατο
  • γονάτιο
  • γονατιά

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    γονάτισμα
  • γαλλικά : agenouillement (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=γονάτισμα&oldid=5058856"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Μαΐου 2021, στις 12:25

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Μαΐου 2021, στις 12:25.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας