γονατισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
γονατισμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γονατίζω
- (κυριολεκτικά) → δείτε το επίθετο γονατιστός
- (μεταφορικά) τσακισμένος
- ↪ γονατισμένος από τα βάσανα
- ↪ Ξαναμαζεύτηκε στο σπίτι της μάνας του γονατισμένος από την ανεργία ενώ στην αρχή τον παρακαλούσε γονατιστή να μείνει μαζί της κι εκείνος την απόπαιρνε.
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γόνατο
Μεταφράσεις επεξεργασία
|