γονυπετής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γονυπετής | η | γονυπετής | το | γονυπετές |
γενική | του | γονυπετούς* | της | γονυπετούς | του | γονυπετούς |
αιτιατική | τον | γονυπετή | τη | γονυπετή | το | γονυπετές |
κλητική | γονυπετή(ς) | γονυπετής | γονυπετές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γονυπετείς | οι | γονυπετείς | τα | γονυπετή |
γενική | των | γονυπετών | των | γονυπετών | των | γονυπετών |
αιτιατική | τους | γονυπετείς | τις | γονυπετείς | τα | γονυπετή |
κλητική | γονυπετείς | γονυπετείς | γονυπετή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γονυπετής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γονυπετής
Επίθετο
επεξεργασίαγονυπετής, -ής, -ές
- γονατιστός, συνήθως σε ένδειξη σεβασμού ή σε αναζήτηση ελέους, ικετευτικός, ταπεινωμένος
Συγγενικά
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γονυπετής < γόνυ + θέμα πετ- (πεσεῖν, απαρέμφατο του πίπτω)
Επίθετο
επεξεργασίαγονυπετής, -ής, -ές
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις γόνυ και πίπτω
Πηγές
επεξεργασία- γονυπετής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γονυπετής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.