Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γονυπετής η γονυπετής το γονυπετές
      γενική του γονυπετούς* της γονυπετούς του γονυπετούς
    αιτιατική τον γονυπετή τη γονυπετή το γονυπετές
     κλητική γονυπετή(ς) γονυπετής γονυπετές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γονυπετείς οι γονυπετείς τα γονυπετή
      γενική των γονυπετών των γονυπετών των γονυπετών
    αιτιατική τους γονυπετείς τις γονυπετείς τα γονυπετή
     κλητική γονυπετείς γονυπετείς γονυπετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γονυπετής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γονυπετής

  Επίθετο επεξεργασία

γονυπετής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / γονυπετής τὸ γονυπετές
      γενική τοῦ/τῆς γονυπετοῦς τοῦ γονυπετοῦς
      δοτική τῷ/τῇ γονυπετεῖ τῷ γονυπετεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν γονυπετ τὸ γονυπετές
     κλητική ! γονυπετές γονυπετές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ γονυπετεῖς τὰ γονυπετ
      γενική τῶν γονυπετῶν τῶν γονυπετῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς γονυπετέσ(ν) τοῖς γονυπετέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς γονυπετεῖς τὰ γονυπετ
     κλητική ! γονυπετεῖς γονυπετ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γονυπετεῖ τὼ γονυπετεῖ
      γεν-δοτ τοῖν γονυπετοῖν τοῖν γονυπετοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γονυπετής < γόνυ + θέμα πετ- (πεσεῖν, απαρέμφατο του πίπτω)

  Επίθετο επεξεργασία

γονυπετής, -ής, -ές

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις γόνυ και πίπτω

  Πηγές επεξεργασία