Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεσμένος η πεσμένη το πεσμένο
      γενική του πεσμένου της πεσμένης του πεσμένου
    αιτιατική τον πεσμένο την πεσμένη το πεσμένο
     κλητική πεσμένε πεσμένη πεσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεσμένοι οι πεσμένες τα πεσμένα
      γενική των πεσμένων των πεσμένων των πεσμένων
    αιτιατική τους πεσμένους τις πεσμένες τα πεσμένα
     κλητική πεσμένοι πεσμένες πεσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πέφτω, ρήματος χωρίς άλλους παθητικούς τύπους. Αναλύεται στο συνοπτικό θέμα πεσ- + -μένος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /peˈzme.nos/

  Μετοχή επεξεργασία

πεσμένος -η, -ο

  1. που έχει πέσει
  2. (μεταφορικά) εξασθενημένος
    πεσμένο ηθικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία