ξεπεσμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεπεσμένος < ξεπέφτω < ἐξέπεσα < ἐκπίπτω
Μετοχή επεξεργασία
ξεπεσμένος
- εκείνος που βρίσκεται σε φάση παρακμής, που έχει χάσει το κύρος του
- ...γιατί παρά να μαλάζη νεκροκρέββατα και κουφάρια θα προτιμούσε κι' ο πιό ξεπεσμένος Συριανός να μαζεύη καβαλίνα (Εμμ. Ροϊδης, Συριανά Διγήματα)
- Κάποτε, οι φωνές των παιδιών μπορεί να έχουν μεγαλύτερη αγωνιστική φόρτιση από τα βραχνά κηρύγματα των ξεπεσμένων και ξεπερασμένων ρητόρων…" (συνέντευξη Μίκη Θεοδωράκη στην εφημερίδα "Τα Νέα")