κουφάρι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουφάρι | τα | κουφάρια |
γενική | του | κουφαριού | των | κουφαριών |
αιτιατική | το | κουφάρι | τα | κουφάρια |
κλητική | κουφάρι | κουφάρια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κουφάρι < μεσαιωνική ελληνική κουφάρι / κουφάριν / κουφάριον < αρχαία ελληνική κοῦφος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κουφάρι ουδέτερο
- νεκρό ζώο, συνήθως άταφος
- (μειωτικό) το πτώμα ενός ανθρώπου, το σώμα νεκρού ανθρώπου
- (μεταφορικά) το σώμα αντικειμένων που είναι σε αποσύνθεση ή παρακμή
- το κουφάρι του πλοίου στέκει στο καρνάγιο σκουριασμένο, πολλά χρόνια τώρα
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κούφος