άταφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άταφος | η | άταφη | το | άταφο |
γενική | του | άταφου | της | άταφης | του | άταφου |
αιτιατική | τον | άταφο | την | άταφη | το | άταφο |
κλητική | άταφε | άταφη | άταφο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άταφοι | οι | άταφες | τα | άταφα |
γενική | των | άταφων | των | άταφων | των | άταφων |
αιτιατική | τους | άταφους | τις | άταφες | τα | άταφα |
κλητική | άταφοι | άταφες | άταφα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άταφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄταφος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.ta.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐τα‐φος
Επίθετο επεξεργασία
άταφος, -η, -ο
- που δεν έχει ενταφιαστεί
- ※ Τόσοι Βούλγαροι σκοτώθηκαν εκείνη τη νύχτα, που μετά είκοσι χρόνια, όταν πέρασε από κει ο Βουλγαροκτόνος πηγαίνοντας στας Αθήνας, ο ίδιος σάστισε σαν είδε τ' αμέτρητα κόκαλα σκορπισμένα άταφα, που άσπριζαν την πεδιάδα ως πέρα. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα, Κεφάλαιο Α': Έλληνες και Βούλγαροι, 1909)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άταφος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ άταφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας