Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άταφος η άταφη το άταφο
      γενική του άταφου της άταφης του άταφου
    αιτιατική τον άταφο την άταφη το άταφο
     κλητική άταφε άταφη άταφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άταφοι οι άταφες τα άταφα
      γενική των άταφων των άταφων των άταφων
    αιτιατική τους άταφους τις άταφες τα άταφα
     κλητική άταφοι άταφες άταφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άταφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄταφος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.ta.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐τα‐φος

  Επίθετο επεξεργασία

άταφος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία