νεκροκρέβατο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεκροκρέβατο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νεκροκρέβατον < νεκρο- + κρεβάτ(ιον) + -ον > -ο [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεκροκρέβατο ουδέτερο
- η κλίνη ή τοφορείο πάνω στο οποίο κοίτεται και/ή μεταφέρεται ο νεκρός, το φέρετρο
- το κρεβάτι πάνω στο οποίο πεθαίνει κάποιος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ νεκροκρέβατο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας