Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεκρο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεκρο- < νεκρ(ός) + -ο-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.kɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐κρο-

  Πρόθημα επεξεργασία

νεκρο-, νεκρό- και νεκρ- πριν από φωνήεν

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεκρο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νεκρο- < νεκρ(ός) + -ο-

  Πρόθημα επεξεργασία

νεκρο-, νεκρό- και νεκρ- πριν από φωνήεν

Σύνθετα επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεκρο- < νεκρ(ός) + -ο-

  Πρόθημα επεξεργασία

νεκρο-, νεκρό- και νεκρ- πριν από φωνήεν

Σύνθετα επεξεργασία