νεκρο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεκρο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεκρο- < νεκρ(ός) + -ο-
- για επιστημονικούς όρους < (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία necro-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ne.kɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐κρο-
Πρόθημα
επεξεργασίανεκρο-, νεκρό- και νεκρ- πριν από φωνήεν
Σύνθετα
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα νεκρο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα νεκρό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα νεκρ- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- νεκρο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- νεκρο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νεκρο- < νεκρ(ός) + -ο-
Πρόθημα
επεξεργασίανεκρο-, νεκρό- και νεκρ- πριν από φωνήεν
Σύνθετα
επεξεργασία- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα νεκρο- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα νεκρό- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα νεκρ- στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίανεκρο-, νεκρό- και νεκρ- πριν από φωνήεν
Σύνθετα
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα νεκρο- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα νεκρό- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα νεκρ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις νεκρο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts