νεκρόψυχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεκρόψυχος < νεκρό- + -ψυχος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίανεκρόψυχος, -η, -ο
- άνθρωπος άκαρδος και ψυχρός
- νεκρός που πέθανε πλήρως (πχ. γιατί εξόργισε τους θεούς)
- (μεταφορικά, μειωτικό) άθυμος, άψυχος, δειλός, νωθρός, αδρανής, χωρίς τσαγανό, φλώρος, φλωράτζα κοιμήσης, κοιμισμένος
- (μειωτικό) ο άθεος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νεκρόψυχος
|