φλώρος
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φλώρος | οι | φλώροι |
γενική | του | φλώρου | των | φλώρων |
αιτιατική | τον | φλώρο | τους | φλώρους |
κλητική | φλώρε | φλώροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- φλώρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φλῶρος (με επίδραση του λατινικά florus) < αρχαία ελληνική χλωρίων[1] (δηλαδή ο πρασινωπός, ονομασία του πτηνού λόγω του χρώματός του)
Ουσιαστικό
φλώρος αρσενικό
- (πτηνό) μικρό ωδικό πτηνό που επίσημα ανήκει στο είδος Chloris Chloris (από άλλους ταξινομείται ως Carduelis chloris και από τους Αμερικανούς αναφέρεται ως european greenfinch ενώ από τον Κάρολο Λινναίο είχε ταξινομηθεί ως Oriolus galbula)
- (μεταφορικά) άνδρας μαλθακός στον χαρακτήρα
- (μειωτικό) ο ομοφυλόφιλος άνδρας
- → δείτε τη λέξη φλωράτζα
- (σπάνιο) λευκός
- ※ τα κεχριμπάρια τα βαριά, το φλώρο ή τ’ άσπρο φίλντισι (Άγγελος Σικελιανός, Λυρικά, σειρά 1η, Αφροδίτης Ουρανίας, Γιάννης Κητς, 39ος στίχος)
- ※ βλάγκο ἂλογο, ῥούσσα γυναῖκα, φλιῶρο γίδι να μην παίρνης ποτέ σου ... Φλιῶρο δέ πρόβατο ή γίδι, και συνηθέστερον φλῶρο λέγεται το λευκόν (εκ του λατιν. επιθ. florus) (Νικόλαος Πολίτης, Παροιμίαι, τόμος Γ΄, 2015, σελ. 129 [1])
Μεταφράσεις
πτηνό
ομοφυλόφιλος
→ δείτε τη λέξη ομοφυλόφιλος |
Αναφορές
- ↑ φλώρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας