βλάγκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βλάγκος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαβλάγκος
- ασπρότριχος[1], ανοιχτού κόκκινου χρώματος[2]
- ※ βλάγκο ἂλογο, ῥούσσα γυναῖκα, φλιῶρο γίδι να μην παίρνης ποτέ σου ... Φλιῶρο δέ πρόβατο ή γίδι, και συνηθέστερον φλῶρο λέγεται το λευκόν (εκ του λατιν. επιθ. florus) (Νικόλαος Πολίτης, Παροιμίαι, τόμος Γ΄, 2015, σελ. 129 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία βλάγκος
|