Δείτε επίσης: κλίτος, κλῖτος, κλεῖτος, κλιτός, κλητός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -κλιτος η -κλιτη το -κλιτο
      γενική του -κλιτου της -κλιτης του -κλιτου
    αιτιατική τον -κλιτο τη(ν) -κλιτη το -κλιτο
     κλητική -κλιτε -κλιτη -κλιτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -κλιτοι οι -κλιτες τα -κλιτα
      γενική των -κλιτων των -κλιτων των -κλιτων
    αιτιατική τους -κλιτους τις -κλιτες τα -κλιτα
     κλητική -κλιτοι -κλιτες -κλιτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-κλιτος < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kli.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -κλι‐τος

  Επίθημα επεξεργασία

-κλιτος, -η, -ο

  1. σχετικός με μια κλίση
  2. (αρχιτεκτονική) σχετικός με το κλίτος ενός ναού
    δίκλιτος, τρίκλιτος

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

-κλιτοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)