τρίκλιτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατρίκλιτος, -η, -ο
- (αρχιτεκτονική) (συνήθως για ναό) που έχει τρία κλίτη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τρίκλιτος
|
Δείτε επίσης : τριτόκλιτος |
τρίκλιτος, -η, -ο
|