Δείτε επίσης: κλῖτος, κλεῖτος, -κλιτος, κλιτός, κλητός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλίτος τα κλίτη
      γενική του κλίτους των κλιτών
    αιτιατική το κλίτος τα κλίτη
     κλητική κλίτος κλίτη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλίτος < (ελληνιστική κοινήκλίτος σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική nef latéral (πλευρικό κλίτος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλίτος ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία