μονόκλιτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμονόκλιτος, -η, -ο
- (αρχιτεκτονική) που έχει ένα μόνο κλίτος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονόκλιτος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ μονόκλιτος | τὸ μονόκλιτον | οἱ, αἱ μονόκλιτοι | τὰ μονόκλιτα |
Γενική | τοῦ, τῆς μονοκλίτου | τοῦ μονοκλίτου | τῶν μονοκλίτων | τῶν μονοκλίτων |
Δοτική | τῷ, τῇ μονοκλίτῳ | τῷ μονοκλίτῳ | τοῖς, ταῖς μονοκλίτοις | τοῖς μονοκλίτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν μονόκλιτον | τὸ μονόκλιτον | τοὺς, τὰς μονοκλίτους | τὰ μονόκλιτα |
Κλητική | μονόκλιτε | μονόκλιτον | μονόκλιτοι | μονόκλιτα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | μονοκλίτω | |||
Γενική-Δοτική | μονοκλίτοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμονόκλιτος, -η, -ο
- ((ελληνιστική κοινή)) (γραμματική) άκλιτος, που δεν κλίνεται
- Σὺν τούτοις καὶ τὰ ῾Εβραϊκὰ καὶ μονόκλιτα· οἷον· Σαμψών· ᾿Ααρών (Αίλιος Ηρωδιανός, Επιμερισμοί, 191, 16)