Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτόκλιτος η πρωτόκλιτη το πρωτόκλιτο
      γενική του πρωτόκλιτου της πρωτόκλιτης του πρωτόκλιτου
    αιτιατική τον πρωτόκλιτο την πρωτόκλιτη το πρωτόκλιτο
     κλητική πρωτόκλιτε πρωτόκλιτη πρωτόκλιτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτόκλιτοι οι πρωτόκλιτες τα πρωτόκλιτα
      γενική των πρωτόκλιτων των πρωτόκλιτων των πρωτόκλιτων
    αιτιατική τους πρωτόκλιτους τις πρωτόκλιτες τα πρωτόκλιτα
     κλητική πρωτόκλιτοι πρωτόκλιτες πρωτόκλιτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτόκλιτος < πρώτος + κλίνω

  Επίθετο επεξεργασία

πρωτόκλιτος, -η, -ο

  1. επίθετο που σημαίνει το σχετικό με την πρώτη κλίση των ονομάτων της γραμματικής. Πιο συνηθισμένος τύπος είναι του ουδετέρου στον ενικό και στον πληθυντικό
    ο μαθητής είναι πρωτόκλιτο όνομα, δηλαδή κλίνεται σύμφωνα με την πρώτη κλίση
    τα πρωτόκλιτα έχουν πιο εύκολη κλίση

  Μεταφράσεις επεξεργασία