↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκυφτός η σκυφτή το σκυφτό
      γενική του σκυφτού της σκυφτής του σκυφτού
    αιτιατική τον σκυφτό τη σκυφτή το σκυφτό
     κλητική σκυφτέ σκυφτή σκυφτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκυφτοί οι σκυφτές τα σκυφτά
      γενική των σκυφτών των σκυφτών των σκυφτών
    αιτιατική τους σκυφτούς τις σκυφτές τα σκυφτά
     κλητική σκυφτοί σκυφτές σκυφτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκυφτός < (σκύβω) σκυπ- + -τός με ανόμοιο τρόπο άρθρωσης [pt > ft][1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sciˈftos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκυ‐φτός

  Επίθετο

επεξεργασία

σκυφτός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία