Δείτε επίσης: απρόσκλητος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απρόκλητος η απρόκλητη το απρόκλητο
      γενική του απρόκλητου της απρόκλητης του απρόκλητου
    αιτιατική τον απρόκλητο την απρόκλητη το απρόκλητο
     κλητική απρόκλητε απρόκλητη απρόκλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απρόκλητοι οι απρόκλητες τα απρόκλητα
      γενική των απρόκλητων των απρόκλητων των απρόκλητων
    αιτιατική τους απρόκλητους τις απρόκλητες τα απρόκλητα
     κλητική απρόκλητοι απρόκλητες απρόκλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απρόκλητος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀπρόκλητος [1] ἀ- (α-) στερητικό + (προκαλώ) θέμα παθητικού αορίστου προκλη- + -τος [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpɾo.kli.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πρό‐κλη‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

απρόκλητος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις προκαλώ, προ και καλώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία