ανακλητήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.kliˈti.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐κλη‐τή‐ρι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαανακλητήριος, -α, -ο
- ο σχετικός με την ανάκληση, αυτός με τον οποίο μπορεί να ανακληθεί κάποιος ή κάτι
- ανακλητήρια έγγραφα (με τα οποία ανακαλούνται οι διπλωματικοί υπάλληλοι όταν επέρχεται ρήξη στις σχέσεις δύο κρατών)
- ανακλητήριο σήμα (παρωχημένο, παλιό ναυτικό σήμα με σημαία, που διέταζε ανάκληση]
- στον πληθυντικό τα ανακλητήρια (ως ουσιαστικό) ήταν τελετή ενηλικίωσης των Αιγυπτίων και Περσών βασιλέων στους ελληνιστικούς χρόνους
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακλητήριος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανακλητήριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ανακλητήριος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας