ευπρόσδεκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευπρόσδεκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐπρόσδεκτος < αρχαία ελληνική εὖ + προσδέχομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε ευ- + προσ- + δεκτός
Επίθετο
επεξεργασίαευπρόσδεκτος, -η, -ο
- που τον δεχόμαστε με ευχαρίστηση
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ευπρόσδεχτος (προφορικό)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ευπρόσδεκτα (επίρρημα)
- → δείτε τις λέξεις ευ, προσδέχομαι, προς και δέχομαι