mile
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mile | miles |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmile (en)
- (μονάδα μέτρησης μήκους) το μίλι
- ⮡ He cannot run 100 yards, much less a mile.
- Δεν μπορεί να τρέξει εκατό γιάρδες, πόσο μάλλον ένα μίλι.
- ⮡ He cannot run 100 yards, much less a mile.