↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλόδεχτος η καλόδεχτη το καλόδεχτο
      γενική του καλόδεχτου της καλόδεχτης του καλόδεχτου
    αιτιατική τον καλόδεχτο την καλόδεχτη το καλόδεχτο
     κλητική καλόδεχτε καλόδεχτη καλόδεχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλόδεχτοι οι καλόδεχτες τα καλόδεχτα
      γενική των καλόδεχτων των καλόδεχτων των καλόδεχτων
    αιτιατική τους καλόδεχτους τις καλόδεχτες τα καλόδεχτα
     κλητική καλόδεχτοι καλόδεχτες καλόδεχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλόδεχτος < καλό- + δεκ- (δέχομαι) + -τος. Δείτε δεκτός με τροπή [kt] > [xt]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈlo.ðe.xtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λό‐δεχ‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

καλόδεχτος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία