εὐπρόσδεκτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἔφεδρος | τὸ ἔφεδρον | οἱ, αἱ ἔφεδροι | τὰ ἔφεδρα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἐφέδρου | τοῦ ἐφέδρου | τῶν ἐφέδρων | τῶν ἐφέδρων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἐφέδρῳ | τῷ ἐφέδρῳ | τοῖς, ταῖς ἐφέδροις | τοῖς ἐφέδροις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἔφεδρον | τὸ ἔφεδρον | τοὺς, τὰς ἐφέδρους | τὰ ἔφεδρα |
Κλητική | ἔφεδρε | ἔφεδρον | ἔφεδροι | ἔφεδρα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐφέδρω | |||
Γενική-Δοτική | ἐφέδροιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εὐπρόσδεκτος < αρχαία ελληνική εὖ + προσδέχομαι
Επίθετο
επεξεργασίαεὐπρόσδεκτος
Πηγές
επεξεργασία- εὐπρόσδεκτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐπρόσδεκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.