προσδέχομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσδέχομαι < αρχαία ελληνική προσδέχομαι
Ρήμα επεξεργασία
προσδέχομαι
- (λόγιο) υποδέχομαι κάποιον ή κάτι με ευχαρίστηση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσδέχομαι
|