Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακλήτευτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακλήτευτ
ος
η
ακλήτευτ
η
το
ακλήτευτ
ο
γενική
του
ακλήτευτ
ου
της
ακλήτευτ
ης
του
ακλήτευτ
ου
αιτιατική
τον
ακλήτευτ
ο
την
ακλήτευτ
η
το
ακλήτευτ
ο
κλητική
ακλήτευτ
ε
ακλήτευτ
η
ακλήτευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακλήτευτ
οι
οι
ακλήτευτ
ες
τα
ακλήτευτ
α
γενική
των
ακλήτευτ
ων
των
ακλήτευτ
ων
των
ακλήτευτ
ων
αιτιατική
τους
ακλήτευτ
ους
τις
ακλήτευτ
ες
τα
ακλήτευτ
α
κλητική
ακλήτευτ
οι
ακλήτευτ
ες
ακλήτευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
.
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακλήτευτος
< α
στερητικό
+
κλητεύ-ω
+ -τος
Επίθετο
επεξεργασία
ακλήτευτος,η,ο
που δεν
έχει κλητευθεί
(συνήθως για
μάρτυρα
σε δίκη)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακλήτευτος
αγγλικά
:
not subpoenaed
(en)