Δείτε επίσης: κηλητήριος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλητήριος η κλητήρια
& κλητήριος
το κλητήριο
      γενική του κλητήριου
& κλητηρίου
της κλητήριας
& κλητηρίου
του κλητήριου
& κλητηρίου
    αιτιατική τον κλητήριο την κλητήρια
& κλητήριο
το κλητήριο
     κλητική κλητήριε κλητήρια
& κλητήριε
κλητήριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλητήριοι οι κλητήριες
& κλητήριοι
τα κλητήρια
      γενική των κλητήριων
& κλητηρίων
των κλητήριων
& κλητηρίων
των κλητήριων
& κλητηρίων
    αιτιατική τους κλητήριους
& κλητηρίους
τις κλητήριες
& κλητηρίους
τα κλητήρια
     κλητική κλητήριοι κλητήριες
& κλητήριοι
κλητήρια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
κλητήριος < κλητρήρ(ας) + -ιος

κλητήριος, -α/-ος, -ο

  1. (νομικός όρος) που καλεί ή κλητεύει
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κλητήριο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία