Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίκριμα τα επικρίματα
      γενική του επικρίματος των επικριμάτων
    αιτιατική το επίκριμα τα επικρίματα
     κλητική επίκριμα επικρίματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επίκριμα < ελληνιστική κοινή ἐπίκριμα < αρχαία ελληνική ἐπικρίνω < ἐπί + κρίνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επίκριμα ουδέτερο

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία