επίκριμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επίκριμα < ελληνιστική κοινή ἐπίκριμα < αρχαία ελληνική ἐπικρίνω < ἐπί + κρίνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
επίκριμα ουδέτερο
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- κλητήριο επίκριμα: (νομικός όρος) έγγραφο με το οποίο κλητεύεται αγνώστου διαμονής κατηγορούμενος