νομική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νομική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου νομικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίανομική θηλυκό
- η νομική επιστήμη, η επιστήμη που μελετά τους νόμους, το δίκαιο
- η νομική σχολή, η σχολή του πανεπιστημίου που διδάσκει τη νομική επιστήμη
- ορκίστηκαν οι νέοι φοιτητές της Νομικής
Μεταφράσεις
επεξεργασία νομική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίανομική