νομικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νομικός | η | νομική | το | νομικό |
γενική | του | νομικού | της | νομικής | του | νομικού |
αιτιατική | τον | νομικό | τη | νομική | το | νομικό |
κλητική | νομικέ | νομική | νομικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νομικοί | οι | νομικές | τα | νομικά |
γενική | των | νομικών | των | νομικών | των | νομικών |
αιτιατική | τους | νομικούς | τις | νομικές | τα | νομικά |
κλητική | νομικοί | νομικές | νομικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
νομικός , -ή , -ό
- που αναφέρεται ή ανήκει στους νόμους ή στους ασχολούμενους με αυτούς
- νομική επιστήμη, νομικό προηγούμενο, νομικός κόσμος