Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θέσπισμα τα θεσπίσματα
      γενική του θεσπίσματος των θεσπισμάτων
    αιτιατική το θέσπισμα τα θεσπίσματα
     κλητική θέσπισμα θεσπίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θέσπισμα < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική θέσπισμα (παρόμοια σημασία: διάταγμα) < αρχαία ελληνική θέσπισμα (προφητεία, χρησμός) < θεσπίζω (σημασιολογικό δάνειο από τη μεσαιωνική λατινική sanctio[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θέσπισμα ουδέτερο

  1. αυτό που επιτάσσει κάποια ανώτερη αρχή, κοσμική ή πνευματική, διαταγή
  2. (ναυτικός όρος, νομικός όρος) ναυτικός νόμος εθιμικού δικαίου, της Ύδρας, επί τουρκοκρατίας
    Θεσπίσματα Ύδρας
  3. (νομικός όρος) κλητήριο θέσπισμα: εντολή να παρουσιαστεί κάποιος σε δίκη ως μάρτυρας ή κατηγορούμενος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία