θέσπισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θέσπισμα < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική θέσπισμα (παρόμοια σημασία: διάταγμα) < αρχαία ελληνική θέσπισμα (προφητεία, χρησμός) < θεσπίζω (σημασιολογικό δάνειο από τη μεσαιωνική λατινική sanctio[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
θέσπισμα ουδέτερο
- αυτό που επιτάσσει κάποια ανώτερη αρχή, κοσμική ή πνευματική, διαταγή
- (ναυτικός όρος, νομικός όρος) ναυτικός νόμος εθιμικού δικαίου, της Ύδρας, επί τουρκοκρατίας
- ↪ Θεσπίσματα Ύδρας
- (νομικός όρος) κλητήριο θέσπισμα: εντολή να παρουσιαστεί κάποιος σε δίκη ως μάρτυρας ή κατηγορούμενος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ θέσπισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας