Ύδρα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ύδρα | ||
γενική | της | Ύδρας | ||
αιτιατική | την | Ύδρα | ||
κλητική | Ύδρα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Ύδρα < αρχαία ελληνική Ὕδρα < ὕδρα[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈi.ðɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ύ‐δρα
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Ύδρα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- όνομα αστερισμού του νότιου ημισφαιρίου. Ανήκει στους 48 αστερισμούς που σημειώθηκαν πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και στους 88 επίσημους αστερισμούς που το 1922 θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση
- συντομογραφία: Hya
- νησί του Αργοσαρωνικού
- ↪ Η Ύδρα είχε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη στα μέσα του 18ου αιώνα έως τις αρχές του 19ου λόγω του εμπορικού της στόλου. Σημαντική η συμβολή της Ύδρας (οικονομική, αλλά και στρατιωτική) κατά την Επανάσταση του 1821
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Ὑδρέα (αρχαία ελληνικά)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αστερισμός
νησί
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)