Υδραίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈðɾe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Υ‐δραί‐ος
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΥδραίος αρσενικό (θηλυκό Υδραία)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί στην ή κατάγεται από την Ύδρα
- ※ Ἡ πολύμηνη ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴν Κυβέρνηση τοῦ Ἰω. Καποδίστρια καὶ τὴν ἀντιπολίτευση κορυφώθηκε τὴν 1η Αὐγούστου 1831, ὅταν οἱ Ὑδραῖοι ἀνατίναξαν τὸν ἐθνικὸ στόλο στὸν Πόρο.
- Χρήστος Κ. Λούκος. (1971). Η κατάληψη της Καλαμάτας από τους Μανιάτες το 1831 και η επέμβαση των Γάλλων στις διενέξεις των Ελλήνων. Μνήμων, 1, σσ. 74–106.
- ※ Ἡ πολύμηνη ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴν Κυβέρνηση τοῦ Ἰω. Καποδίστρια καὶ τὴν ἀντιπολίτευση κορυφώθηκε τὴν 1η Αὐγούστου 1831, ὅταν οἱ Ὑδραῖοι ἀνατίναξαν τὸν ἐθνικὸ στόλο στὸν Πόρο.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Υδραίος
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Υδραίος < πατριδωνυμικό Υδραίος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΥδραίος αρσενικό (θηλυκό Υδραίου)