υδραϊκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υδραϊκός | η | υδραϊκή | το | υδραϊκό |
γενική | του | υδραϊκού | της | υδραϊκής | του | υδραϊκού |
αιτιατική | τον | υδραϊκό | την | υδραϊκή | το | υδραϊκό |
κλητική | υδραϊκέ | υδραϊκή | υδραϊκό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υδραϊκοί | οι | υδραϊκές | τα | υδραϊκά |
γενική | των | υδραϊκών | των | υδραϊκών | των | υδραϊκών |
αιτιατική | τους | υδραϊκούς | τις | υδραϊκές | τα | υδραϊκά |
κλητική | υδραϊκοί | υδραϊκές | υδραϊκά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ðɾa.iˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δρα‐ϊ‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαυδραϊκός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του υδραίικος
Μεταφράσεις
επεξεργασία υδραϊκός
→ δείτε τη λέξη υδραίικος |
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Ύδρα