Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Αργοσαρωνικός
      γενική του Αργοσαρωνικού
    αιτιατική τον Αργοσαρωνικό
     κλητική Αργοσαρωνικέ
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αργοσαρωνικός < συμφυρμός των Αργο(λικός) + Σαρωνικός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ar.ɣo.sa.ɾo.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αρ‐γο‐σα‐ρω‐νι‐κός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αργοσαρωνικός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)