↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντίκλητος οι αντίκλητοι
      γενική του αντίκλητου
αντικλήτου
των αντίκλητων
αντικλήτων
    αιτιατική τον αντίκλητο τους αντίκλητους
αντικλήτους
     κλητική αντίκλητε αντίκλητοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντίκλητος < αντί- + κλητός < αρχαία ελληνική κλητός < καλέω / καλῶ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντίκλητος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία