προκλητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προκλητικότητα < προκλητικός + -ότης/-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προκλητικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του προκλητικού, η συμπεριφορά που προκαλεί και οδηγεί σε αντίδραση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προκλητικότητα