παράκλητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- παράκλητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παράκλητος[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράκλητος αρσενικό
- (χριστιανισμός) Παράκλητος: προσωνύμιο του Αγίου Πνεύματος και του Χριστού
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ παράκλητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας