Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευδοκλητεία < ψευδής και κλητεύω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψευδοκλητεία θηλυκό ( & ψευδοκλητία & ψευδοκλησία)

  • αδίκημα που τιμωρείτο και αφορούσε όσους πλαστογραφούσαν το όνομά τους στους καταλόγους των μαρτύρων σε μία δίκη (μάλλον ελληνιστική λέξη, αλλά αναφέρεται και η πιθανότητα να την είχε χρησιμοποιήσει ο Αριστοφάνης παλιότερα μόνον που έλειπε η μισή λέξη στον αντιστοιχο πάπυρο και δεν είναι βέβαιο ότι επρόκειτο για την ψευδοκλητεία ή άλλη λέξη με δεύτερο συνθετική κλητεία)