Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κλητηρ-
ονομαστική κλητήρ οἱ κλητῆρες
      γενική τοῦ κλητῆρος τῶν κλητήρων
      δοτική τῷ κλητῆρ τοῖς κλητῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κλητῆρ τοὺς κλητῆρᾰς
     κλητική ! κλητήρ κλητῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλητῆρε
γεν-δοτ τοῖν  κλητήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλητήρ < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: (καθαρεύουσα) κλητήρ, νέα ελληνικά: κλητήρας (με διαφορετική σημασία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλητήρ αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία