κλητήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κλητηρ- | |||||
ονομαστική | ὁ | κλητήρ | οἱ | κλητῆρες | |
γενική | τοῦ | κλητῆρος | τῶν | κλητήρων | |
δοτική | τῷ | κλητῆρῐ | τοῖς | κλητῆρσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | κλητῆρᾰ | τοὺς | κλητῆρᾰς | |
κλητική ὦ! | κλητήρ | κλητῆρες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλητῆρε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κλητήροιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κλητήρ < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κλητήρ αρσενικό
- (νομικός όρος) μάρτυρας που βεβαιώνει ότι έχει δοθεί δικαστική κλήση
- κήρυκας
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- και στην καθαρεύουσα, ο κλητήρας
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «κλητήρ» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «κλητήρ» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.