μετακλητός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μετακλητός, -ή, -ό
- που έχει μετακληθεί ή μπορεί να μετακληθεί
- (ειδικότερα) που καλείται λόγω εξειδίκευσης ή επιστημονικής κατάρτισης να προσφέρει είτε την τέχνη του είτε τις επιστημονικές του γνώσεις.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετακλητός
|